- ἔπηξε
- ἐφήκωto have arrivedaor ind act 3rd sg (ionic)πήγνυμιAër.aor ind act 3rd sgπήσσωAër.aor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπῆξε — ἐφήκω to have arrived aor ind act 3rd sg (ionic) ἐπάγνυμι break aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἐπάγω bring on aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἐπάγω bring on aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήζω — Ν 1. κάνω κάτι να στερεοποιηθεί, να μεταβληθεί από ρευστό σε στερεό («πήζω το γάλα») 2. μεταβάλλομαι από ρευστό σε στερεό («έπηξε η κρέμα») 3. μτφ. α) (για χώρο) γεμίζω πάρα πολύ, γεμίζω ασφυκτικά (α. «έπηξε η πλατεία από κόσμο» β. «έπηξε η… … Dictionary of Greek
ἔπηξ' — ἔπηξαι , ἐφήκω to have arrived aor imperat mid 2nd sg (ionic) ἔπηξα , ἐφήκω to have arrived aor ind act 1st sg (ionic) ἔπηξε , ἐφήκω to have arrived aor ind act 3rd sg (ionic) ἔπηξα , πήγνυμι Aër. aor ind act 1st sg ἔπηξο , πήγνυμι Aër. plup ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήζω — έπηξα, πηγμένος 1. μτβ., κάνω κάτι από υγρό στερεό: Έπηξα το γάλα τυρί. 2. αμτβ., γίνομαι από υγρό στερεό: Και στις ασπίδες έπηζε το κρούσταλλο τριγύρω (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη). 3. μτφ., ωριμάζω, φρονιμεύω: Είναι παιδί και το μυαλό του δεν έπηξε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άδετος — η, ο (Α ἄδετος, ον) [δέω, δένω] αυτός που δεν έχει μπει σε δεσμά, λυτός, ελεύθερος νεοελλ. 1. (για βιβλία) άρραφος, που δεν βιβλιοδετήθηκε, ο μη σταχωμένος 2. (για πολύτιμους λίθους) που δεν προσαρμόστηκε σε κόσμημα 3. (για καρπούς) που δεν… … Dictionary of Greek
αζαχάριαστος — η, ο [ζαχαριάζω] 1. αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με ζάχαρη 2. αυτός που δεν τού έπηξε η ζάχαρη, που δεν κρυσταλλώθηκε (συνήθως για γλυκά με σιρόπι) … Dictionary of Greek
αζαχάρωτος — η, ο [ζαχαρώνω] 1. αυτός που δεν περιέχει διόλου ή δεν περιέχει αρκετή ποσότητα ζάχαρης, ο άγλυκος 2. (για γλυκά με σιρόπι) που δεν ζαχάρωσε, που δεν τού έπηξε η ζάχαρη 3. που δεν πασπαλίστηκε με ζάχαρη 4. (για πρόσωπα) α) αυτός που δεν έχει… … Dictionary of Greek
αρτιπαγής — ἀρτιπαγής, ές (Α) 1. αυτός που στερεώθηκε πριν από λίγο, ο μόλις τοποθετημένος 2. (για τυρί) αυτό που μόλις έπηξε. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + παγής < πήγνυμι (πρβλ. απαγής, συμπαγής)] … Dictionary of Greek
κραδίας — κραδίας, ου, ιων. τ. κραδίης, ὁ (Α) [κράδη] 1. (για τυρί) αυτός που έπηξε με τον χυμό συκιάς 2. φρ. μουσ. «κραδίης νόμος» αυλητικός νόμος ο οποίος εκτελούνταν κατά τη μαστίγωση τών φαρμακών, δηλαδή τών εξιλαστήριων θυμάτων για τον καθαρμό μιας… … Dictionary of Greek
μυαλό — και μνυαλό, το (Μ μυαλό και μυαλόν) 1. εγκέφαλος («με αλοσκόρπιστα μυαλά», Σολωμ.) 2. ο μυελός τών οστών, το μεδούλι («αυτό το κόκαλο είναι γεμάτο μυαλό») 3. ο νωτιαίος μυελός 4. νους, κρίση, διάνοια («κοφτερό μυαλό») 5) φρόνηση, σύνεση, ευφυΐα… … Dictionary of Greek